分类:希腊语中性名词
外观
分类 » 所有语言 » 希腊语 » 词元 » 名词 » 各性别名词 » 中性名词
希腊语阳性名词,即包含了不属于阳性或阴性实体及概念的性别范畴。
Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
分类“希腊语中性名词”中的页面
以下200个页面属于本分类,共1,278个页面。
(上一页)(下一页)Α
- αβαείο
- αββαείο
- αβγό
- αβγοτάραχο
- αβγότσουφλο
- αβγουλάκι
- αβοκάντο
- άγαλμα
- αγαλματάκι
- αγαλματίδιο
- αγαλμάτιο
- αγγελάκι
- άγγελμα
- αγγελτήριο
- αγγλικά
- αγγούρι
- αγερικό
- αγίασμα
- Άγιο Πνεύμα
- αγιόκλημα
- αγκουρέτο
- αγοραίο
- αγοράκι
- αγόρι
- αγοροκόριτσο
- αγουρέλαιο
- αγρίμι
- αγριολούλουδο
- αγριοπερίστερο
- αγριόχορτο
- αγώνισμα
- αδίκημα
- άδικο
- αεράκι
- αερικό
- αεροδρόμιο
- αερόμπικ
- αεροπλανάκι
- αερόπλανο
- αεροπλάνο
- αερόπλοιο
- αεροσκάφος
- αετόπουλο
- Αζερμπαϊτζάν
- άζωτο
- αηδόνι
- άθυρμα
- αιγόδερμα
- αιγόκλημα
- αιγοπρόβατα
- αιγυπτιακά
- αιθέριο έλαιο
- αίθριο
- αιλουροειδές
- αίμα
- αιμαγγείωμα
- αιματοκύλισμα
- αιμάτωμα
- αιμοπετάλιο
- αιμοσφαίριο
- αίνιγμα
- αϊνσταΐνιο
- αϊνστάνιο
- αίτιο
- ακουστική
- ακουστικό
- ακροθαλάσσι
- ακτινίδιο
- ακτίνιο
- άλας
- αλάτι
- αλάτισμα
- αλατόνερο
- αλατωρυχείο
- αλάφι
- αλβανικά
- Αλγέρι
- άλγος
- αλεξήλιο
- αλεξήνεμο
- αλεπουδάκι
- αλεύρι
- άλευρο
- αλίευμα
- αλιευτικό
- άλικο
- αλκοόλ
- αλογάκι
- αλογόνο
- αλουμίνιο
- άλφα
- αλφαβητάρι
- αλφαβητάριο
- αλφάβητο
- αλωπεκή
- αμάλγαμα
- αμερίκιο
- αμήν
- αμινοξύ
- αμμόλουτρο
- αμμοχάλικο
- αμόρε
- αμπέλι
- αμπελοφάσουλο
- αμπέρ
- αμπερόμετρο
- Άμστερνταμ
- αμυγδαλέλαιο
- αμυγδαλή
- αμύγδαλο
- αμυγδαλόλαδο
- αμυγδαλόψιχα
- άμυλο
- ανακριτική
- αναλγητικό
- ανατολικά-βορειοανατολικά
- ανατολικά-νοτιοανατολικά
- ανδρείκελο
- ανδρικό μόριο
- ανδρόγυνο
- ανεμοβρόχι
- ανεμόβροχο
- ανεμογράφος
- ανεμόμετρο
- ανεμοπλάνο
- ανεμόπτερο
- άνηθο
- ανθάκι
- ανθί
- άνθισμα
- ανθογυάλι
- ανθοδοχείο
- ανθοκήπιο
- ανθόκηπος
- ανθοκομείο
- ανθολόγιο
- ανθοπωλείο
- άνθος
- ανθρακικό οξύ
- ανθρακωρυχείο
- ανθύλλι
- ανθύλλιο
- ανιόν
- ανοιγοκλείσιμο
- ανόμημα
- ανοσοσφαιρίνη
- αντάμωμα
- άντερο
- αντέτι
- αντί
- αντιανεμικό
- αντιβράχιο
- αντίδοτο
- αντικλείδι
- αντίμετρο
- αντιμόνιο
- αντιπτέριση
- αντίστοιχο
- αντίσωμα
- αντιφάρμακο
- άντλημα
- αντρόγυνο
- άνυσμα
- αξιόγραφο
- αόριστο άρθρο
- απίδι
- απόβλητα
- απόβραδο
- αποκαΐδι
- απόσταγμα
- αποχωρητήριο
- αραβικά
- αργίλιο
- αργό
- αργό πετρέλαιο
- άριο
- αρμένικα
- αρμενικά
- αρνάκι
- αρνί
- αρσενικό
- αρτοποιείο
- αρτοπωλείο
- αρχαία
- αρχείο
- αρχικά
- ασβέστιο
- ασετόν
- ασήμι
- ασθενοφόρο
- ασπαρτικό οξύ
- ασπράδι
- άσπρο
- άστατο
- αστέρι
- άστρο
- άστυ
- άτι
- ΑΤΙΑ
- ατμόπλοιο