αλεξήλιο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自αλεξ- (alex-, 保護,偏移) +‎ ήλιος (ílios, 太陽)仿譯法語 parasol

名詞[编辑]

αλεξήλιο (alexílion (复数 αλεξήλια)

  1. () 遮陽傘

變格[编辑]

近義詞[编辑]

同類詞彙[编辑]

相關詞彙[编辑]