ανοιγοκλείσιμο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

ανοιγοκλείσιμο (anoigokleísimon (复数 ανοιγοκλεισίματα)

  1. 眨眼
  2. 開關開合

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]