αντίστοιχο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

形容詞αντίστοιχος (antístoichos)的中性名詞化。

發音[编辑]

名詞[编辑]

αντίστοιχο (antístoichon (复数 αντίστοιχα)

  1. 對應物,等價物

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]

形容詞[编辑]

αντίστοιχο (antístoicho)

  1. αντίστοιχος (antístoichos)賓格單數陽性形式。
  2. αντίστοιχος (antístoichos)主格賓格呼格單數中性形式。

延伸閱讀[编辑]