ασθενοφόρο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

ασθενής (asthenís, 生病的,病人) +‎ -φόρος (-fóros, 傳遞者)

名詞[编辑]

ασθενοφόρο (asthenofóron (复数 ασθενοφόρα)

  1. (醫學) 救護車

變格[编辑]