άζωτο
外观
希臘語
[编辑]名詞
[编辑]άζωτο (ázoto) n (不可数)
變格
[编辑]άζωτο (ázoto)的變格
| 單數 | |
|---|---|
| 主格 | άζωτο • |
| 屬格 | αζώτου • |
| 賓格 | άζωτο • |
| 呼格 | άζωτο • |
相關詞彙
[编辑]- αζωτοποίηση f (azotopoíisi,“硝化作用”)
- αζωτούχος (azotoúchos,“含氮的”)
- κύκλος αζώτου m (kýklos azótou,“氮循環”)
- στερέωση αζώτου f (steréosi azótou,“固氮”)
拓展閱讀
[编辑]
άζωτο在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el- άζωτο in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.