αμπερόμετρο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

αμπερόμετρο (amperómetron (复数 αμπερόμετρα)

  1. (電力) 電流錶

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]

拓展閱讀[编辑]