αρσενικό
希臘語[编辑]
詞源1[编辑]
源自古希臘語 ἄρσην (ársēn, “男性的,雄性的,陽剛的,陽性的”)。
形容詞[编辑]
αρσενικό (arsenikó)
名詞[编辑]
αρσενικό (arsenikó) n (复数 αρσενικά)
變格[编辑]
αρσενικό的變格
詞源2[编辑]
源自古希臘語 ἀρσενικόν (arsenikón, “雌黃;三硫化二砷”)。
名詞[编辑]
αρσενικό (arsenikó) n (不可数)
- (化學) 砷
變格[编辑]
αρσενικό (arsenikó)的變格
單數 | |
---|---|
主格 | αρσενικό • |
屬格 | αρσενικού • |
賓格 | αρσενικό • |
呼格 | αρσενικό • |