跳至內容

λευκός

維基詞典,自由的多語言詞典

古希臘語

[編輯]

其他寫法

[編輯]

詞源

[編輯]

源自原始希臘語 *leukós,源自原始印歐語 *lewk- (白色;光亮)。與拉丁語 lūx梵語 रोचते (rocate)古典亞美尼亞語 լոյս (loys)古英語 lēoht ()英語 light)同源。

發音

[編輯]

形容詞

[編輯]

λευκός (leukósm (陰性 λευκή,中性 λευκόν); 第一類/第二類

  1. 發光的,明亮
  2. 亮色的,白色
  3. 皮膚蒼白的;虛弱的;膽小
  4. 快樂

屈折

[編輯]

近義詞

[編輯]

反義詞

[編輯]

派生詞

[編輯]

派生語彙

[編輯]
  • 英語: leucodermic, leukemia
  • 希臘語: λευκός (lefkós)
  • 跨語言: Alicante / Alacant (Al-Laqant, Lucentum, Leukante, [Akra] Leuka, [Akra] Leuké)


古希臘語中的顏色χρῶμᾰ (khrôma), χρώμᾰτᾰ (khrṓmata)(布局 · 文字)
     λευκός (leukós)      πολῐός (poliós), γλαυκός (glaukós), φαιός (phaiós), χαροπός (kharopós)      μέλᾱς (mélās), κελαινός (kelainós)
             ἐρῠθρός (eruthrós) ; κᾰρῡ́κῐνος (karū́kinos), κόκκῐνος (kókkinos), φοινός (phoinós)              πυρρός (purrhós) ; ὄρφνῐνος (órphninos)              ξᾰνθός (xanthós), μήλινος (mḗlinos) ; ὠχρός (ōkhrós)
             πρᾰ́σῐνος (prásinos)              χλωρός (khlōrós)              χλωρός (khlōrós) ; χλωρομέλᾱς (khlōromélās)
             κῠᾰ́νεος (kuáneos) ; γλαυκός (glaukós), κᾰλάϊνος (kaláïnos)              κῠᾰ́νεος (kuáneos)              κῠᾰ́νεος (kuáneos), ὑᾰκῐ́νθῐνος (huakínthinos)
             φοινῑ́κεος (phoinī́keos), ἰόεις (ióeis) ; ᾰ̔λουργής (halourgḗs), πορφῠ́ρεος (porphúreos), οἶνοψ (oînops)              φοινῑ́κεος (phoinī́keos) ; ᾰ̔λουργής (halourgḗs), πορφῠ́ρεος (porphúreos)              ῥόδινος (rhódinos)

拓展閱讀

[編輯]

希臘語

[編輯]

詞源

[編輯]

源自古希臘語 λευκός (leukós),源自原始印歐語 *lewk- (白色;光亮)

發音

[編輯]

形容詞

[編輯]

λευκός (lefkósm (陰性 λευκή,中性 λευκό)

  1. (書面更為正式) 白色
    λευκό μάρμαρο, σύννεφο, χαμόγελο
    lefkó mármaro, sýnnefo, chamógelo
    白色的大理石、雲、白色的笑容
    λευκά δόντια, μαλλιά, σεντόνια, τυριά, κρασιά
    lefká dóntia, malliá, sentónia, tyriá, krasiá
    白色的牙齒、白色的頭髮、奶酪、葡萄酒
    Ο Λευκός Οίκος βρίσκεται στην 1600 Pennsylvania Avenue.
    O Lefkós Oíkos vrísketai stin 1600 Pennsylvania Avenue.
    宮位於賓夕法尼亞大道1600號。
    λευκός καρχαρίαςlefkós karcharías
    近義詞:άσπρος (áspros)
    反義詞:μαύρος (mávros)
  2. (比喻義) 純淨的,純潔
    λευκό ποινικό μητρώοlefkó poinikó mitróo清白的無犯罪記錄
  3. 白人

變格

[編輯]

近義詞

[編輯]

派生詞

[編輯]

短語:

名詞

[編輯]

λευκός (lefkósn (複數 λευκοί)

  1. 白人
    Φυλετικές διακρίσεις των λευκών εναντίον των μαύρων.
    Fyletikés diakríseis ton lefkón enantíon ton mávron.
    白人對黑人的種族歧視。

變格

[編輯]