Category:希臘語形容詞
外观
希臘語中修飾名詞,為名詞擴展定義的詞彙。
- Category:希臘語形容詞變格形:希臘語形容詞除原形以外的屈折形式。
- Category:希臘語關係形容詞:希臘語 adjectives that stand in place of a noun when modifying another noun.
Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
分类“希臘語形容詞”中的页面
以下200个页面属于本分类,共666个页面。
(上一页)(下一页)Α
- Α
- αβαθμολόγητος
- αβασίλευτος
- αβγοειδής
- αβγουλάτος
- αβγουλωτός
- αβούρτσιστος
- αβουτύρωτος
- αγαλματένιος
- αγαλμάτινος
- αγαλματώδης
- αγαπητικός
- αγαπητός
- αγγελικός
- αγγελόμορφος
- αγελαδινός
- αγένειος
- αγενής
- άγευστος
- άγιος
- αγλύκαντος
- άγλυκος
- άγνωστος
- αγοραστικός
- αγοραστός
- άγουστος
- αγροτικός
- αγώγιμος
- αγωνιώδης
- αδενικός
- αδενοειδής
- αδιάκοπος
- αδιάκριτος
- αδιάλειπτος
- αδολίευτος
- άδολος
- αειφόρος
- άεργος
- αερόβιος
- αεροδρομικός
- αεροκίνητος
- αεροπορικός
- αετίσιος
- άζυμος
- αζωτούχος
- αθάνατος
- αθεϊστικός
- αθέλητος
- άθελος
- άθεος
- αθυρόστομος
- αιγυπτιακός
- αίθριος
- αιματηρός
- αιματικός
- αιμάτινος
- αιματοειδής
- αιματολογικός
- αιματόχροος
- αιματώδης
- αιμοβόρος
- αιμοδιψής
- αιμολυτικός
- αιμομικτικός
- αιμορραγικός
- αιμορροφιλικός
- αιμοσταγής
- αιμοστατικός
- αιμοφιλικός
- αιμοφόρος
- αιμοχαρής
- αιτιοκρατικός
- ακαπίστρωτος
- ακάπνιστος
- άκαπνος
- ακασσιτέρωτος
- ακαταλαβίστικος
- ακατάληπτος
- ακατανόητος
- ακλείδωτος
- ακόρεστος
- ακουστικός
- ακριβής
- ακριβός
- άκρος
- ακυβέρνητος
- ακύμαντος
- άκων
- άλαλος
- αλατερός
- αλβανικός
- αλγεινός
- αλγερινός
- αλεξήνεμος
- αλεπουδίσιος
- αλευροειδής
- αλευρώδης
- αληθής
- αληθινός
- αληθοφανής
- αλησμόνητος
- αλιευτικός
- άλικος
- αλκοολικός
- αλκοολούχος
- αλλοδαπός
- αλλοεθνής
- αλλοτινός
- αλλότριος
- αλλόφυλος
- αλουμινένιος
- άλπειος
- αλπικός
- αλφαβητικός
- αμαθής
- αμαρτωλός
- αμαχαίρωτος
- αμβλύς
- αμερικάνικος
- αμερικανικός
- αμιγής
- αμμουδερός
- αμμώδης
- αμόλυβδος
- αμπελουργικός
- αμυγδαλάτος
- αμυγδαλωτός
- αμυλούχος
- αμυλώδης
- αμυντικός
- αμφίστομος
- αναερόβιος
- ανακριβής
- αναλγητικός
- αναληθής
- άνανθος
- ανανούριστος
- ανανταπόδοτος
- αναξιοκρατικός
- ανάπηρος
- ανατολικός
- ανατομικός
- άναυδος
- ανδαλουσιανός
- ανδρείος
- ανδρειωμένος
- ανδροκρατούμενος
- ανεμομετρικός
- ανέξοδος
- ανέφελος
- ανήλιαγος
- ανήλιαστος
- ανήλικος
- ανήλιος
- ανθηρός
- ανθικός
- άνθινος
- ανθοφόρος
- ανθρακικός
- ανθρώπινος
- ανθρωπιστικός
- ανθρωποειδής
- ανθρωποκεντρικός
- ανθρωποκτόνος
- ανθρωπολογικός
- ανθρωπομορφικός
- ανθρωπόμορφος
- ανθρωποφάγος
- ανισόμετρος
- άνισος
- ανόητος
- ανοιξιάτικος
- ανοξείδωτος
- ανόργανος
- άνοστος
- άνους
- ανούσιος
- αντεκκλησιαστικός
- αντεπιστημονικός
- αντιαεροπορικός
- αντιαιμορραγικός
- αντιαλγικός
- αντιανεμικός
- αντιβασιλικός
- αντιεκκλησιαστικός
- αντιεμπορικός
- αντιεπιστημονικός
- αντικυβερνητικός
- αντιοικονομικός
- αντιπαρασιτικός
- αντιποιητικός
- αντιπολεμικός
- αντιπολιτευτικός
- αντιπολιτικός
- αντιρατσιστικός
- αντισυνταγματικός
- αντιτετανικός
- αντιχριστιανικός
- αντρείος
- αντρειωμένος