λευχαιμία

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自法語 leucémie ← 古希臘語 λευκός (leukós, 白色) + αἷμα (haîma, )

發音[编辑]

名詞[编辑]

λευχαιμία (lefchaimíaf (复数 λευχαιμίες)

  1. 白血病

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]