μητέρα
外观
古希腊语
[编辑]其他写法
[编辑]- μητέρ’ (mētér’) — 尾音脱落
发音
[编辑]- (公元前5世纪,阿提卡) 国际音标(帮助): /mɛː.té.ra/
- (公元1世纪,通用) 国际音标(帮助): /me̝ˈte.ra/
- (公元4世纪,通用) 国际音标(帮助): /miˈte.ra/
- (公元10世纪,拜占庭) 国际音标(帮助): /miˈte.ra/
- (公元10世纪,君士坦丁堡) 国际音标(帮助): /miˈte.ra/
名词
[编辑]μητέρα (mētéra)
希腊语
[编辑]词源
[编辑]源自古希腊语 μήτηρ (mḗtēr, “母亲”),源自原始希腊语 *mā́tēr,源自原始印欧语 *méh₂tēr。
发音
[编辑]名词
[编辑]μητέρα (mitéra) f (复数 μητέρες,阳性 πατέρας)
- 母亲
- η μητέρα του μαθητή ― i mitéra tou mathití ― 学生的母亲
- (比喻义) 同类事物中的第一个
- η μητέρα των κοινοβουλίων ― i mitéra ton koinovoulíon ― 议会之母
- (比喻义,口语) 同类事物中特征最强的一个
- Ήταν μητέρα των μαχών. ― Ítan mitéra ton machón. ― 这是战争之母。
变格
[编辑]μητέρα的变格
近义词
[编辑]相关词汇
[编辑]- μήτρα f (mítra, “子宫”)
- μητριαρχία f (mitriarchía, “母权制”)
- μητρική κάρτα f (mitrikí kárta, “母板”)
- μητρικός (mitrikós, “母亲的”)
- μητροκτονία f (mitroktonía, “弑母”)
- μητροκτόνος m 或 f (mitroktónos, “弑母”)
- μητρότητα f (mitrótita, “母亲身份”)
- (纯正希腊语) μητρότης f (mitrótis, “母亲身份”)
- (纯正希腊语) μητρυιά f (mitryiá, “继母”)
同类词汇
[编辑]拓展阅读
[编辑]- μητέρα in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.