όργανο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自古希臘語 ὄργανον (órganon)

發音[編輯]

名詞[編輯]

όργανο (órganon (複數 όργανα)

  1. (醫學解剖學) 器官
    Η καρδιά είναι ένα όργανο του ανθρώπινου σώματος.
    I kardiá eínai éna órgano tou anthrópinou sómatos.
    心臟是人體的一個器官
  2. (音樂) 樂器
    μουσικό όργανοmousikó órgano
    1. (音樂) 管風琴
      近義詞: εκκλησιαστικό όργανο (ekklisiastikó órgano)
  3. 器具器械儀器
  4. (非正式或稱謂) 警察

變格[編輯]

派生詞[編輯]