όργανο
希腊语[编辑]
词源[编辑]
发音[编辑]
名词[编辑]
όργανο (órgano) n (复数 όργανα)
- (医学,解剖学) 器官
- Η καρδιά είναι ένα όργανο του ανθρώπινου σώματος.
- I kardiá eínai éna órgano tou anthrópinou sómatos.
- 心脏是人体的一个器官。
- (音乐) 乐器
- μουσικό όργανο ― mousikó órgano ― 乐器
- (音乐) 管风琴
- 近义词: εκκλησιαστικό όργανο (ekklisiastikó órgano)
- 器具,器械,仪器
- (非正式或称谓) 警察
变格[编辑]
όργανο的变格
派生词[编辑]
- αισθητήριο όργανο n (aisthitírio órgano, “感官”)
- αναπαραγωγικό όργανο n (anaparagogikó órgano, “生殖器官”)
- οργανικός m (organikós, “器官的;有机的”)
- οργάνωση f (orgánosi, “组织”)
- πνευστό όργανο n (pnefstó órgano, “管乐器”)