μαγειρεύω

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

繼承自通用希臘語 μαγειρεύω (mageireúō, 烹飪;是屠夫)

發音[編輯]

動詞[編輯]

μαγειρεύω (mageirévo) (過去簡單式 μαγείρεψα被動語態 μαγειρεύομαι)

  1. 烹飪
  2. (比喻) 捏造編造

變位[編輯]

相關詞彙[編輯]