μαγειρεύω

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

繼承自通用希臘語 μαγειρεύω (mageireúō, 烹飪;是屠夫)

發音[编辑]

  • IPA(幫助)/ma.ʝiˈɾe.vo/
  • 斷字:μα‧γει‧ρεύ‧ω

動詞[编辑]

μαγειρεύω (mageirévo) (過去簡單式 μαγείρεψα被動語態 μαγειρεύομαι)

  1. 烹飪
  2. (比喻) 捏造編造

變位[编辑]

相關詞彙[编辑]