απατώ

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

其他寫法[編輯]

詞源[編輯]

繼承自古希臘語 ἀπατῶ (apatô),縮音自ἀπατάω (apatáō)

發音[編輯]

斷字:α‧πα‧τώ

動詞[編輯]

απατώ (apató) / απατάω (過去簡單式 απάτησα被動語態 απατώμαι/απατιέμαι被動過去 απατήθηκα被動完成分詞 απατημένος)

  1. (用被動態 απατιέμαι (apatiémai))
    1. 欺騙欺詐欺瞞
      近義詞: εξαπατώ (exapató)
    2. 外遇腳踏兩只船,對……不忠
      Η γυναίκα του τον απατούσε δύο χρόνια.
      I gynaíka tou ton apatoúse dýo chrónia.
      她老婆背著他搞了兩年外遇
  2. (用被動態 απατώμαι (apatómai)) 出錯
    Η μνήμη μου ποτέ δεν με απατά.
    I mními mou poté den me apatá.
    我的記憶不會出錯。
    αν δεν απατώμαιan den apatómai如果我沒記錯的話 (字面意思是「如果我的記憶沒有騙我的話」)

變位[編輯]

近義詞[編輯]

相關詞彙[編輯]