ανοίγω

維基詞典,自由的多語言詞典
參見:ἀνοίγω

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自古希臘語 ἀνοίγω (anoígō)

發音[編輯]

動詞[編輯]

ανοίγω (anoígo) (過去簡單式 άνοιξα被動語態 ανοίγομαι被動過去 ανοίχτηκα被動完成分詞 ανοιγμένος)

  1. 打開拉開
  2. 開啟
  3. 開門營業
    πότε ανοίγει;póte anoígei?什麼時候開門營業
  4. 開設
  5. 開闢

變位[編輯]

近義詞[編輯]

反義詞[編輯]

相關詞彙[編輯]