τρελός

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自中古希臘語 τρελός (trelós),源自通用希臘語 τρηρός (trērós),源自古希臘語 τρήρων (trḗrōn)。國際象棋之義意譯法語 fou

形容詞[編輯]

τρελός (trelósm (陰性 τρελή,中性 τρελό)

  1. 瘋狂

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

名詞[編輯]

τρελός (trelósm (複數 τρελοί)

  1. 瘋子
  2. (國際象棋罕用)
    近義詞: αξιωματικός (axiomatikós)

變格[編輯]

參見[編輯]

參見[編輯]

希臘語中的國際象棋棋子πεσσοί (pessoí)(布局 · 文字)
♚ ♛ ♜ ♝ ♞ ♟
βασιλιάς (vasiliás) βασίλισσα (vasílissa) πύργος (pýrgos) αξιωματικός (axiomatikós), τρελός (trelós) ίππος (íppos) στρατιώτης (stratiótis), πιόνι (pióni)