Category:希臘語陽性名詞
跳到导航
跳到搜索
(上一页)(下一页)
分類 » 所有語言 » 希臘語 » 詞元 » 名詞 » 各性別名詞 » 陽性名詞
希臘語 名詞 of masculine gender, i.e. belonging to a gender category that contains (among other things) male beings.
分类“希臘語陽性名詞”中的页面
以下200个页面属于本分类,共658个页面。
(上一页)(下一页)Α
- αβανγκαρντιστής
- αβδηρίτης
- αγαπητικός
- αγγελιαφόρος
- αγγελιοφόρος
- άγγελος
- αγελαδοτρόφος
- άγιος
- Αγκολέζος
- αγκώνας
- άγνωστος
- αγορανόμος
- αγοραστής
- αγορητής
- αγριάνθρωπος
- αγριόγατος
- αγριότοπος
- αγριόχηνα
- αγώνας
- Αδάμ
- αδελφός
- αδένας
- αδερφός
- αέρας
- αεροδιάδρομος
- αερόλιθος
- αερολιμένας
- αετιδεύς
- αετός
- Αζέρος
- αήρ
- αθάνατος
- αθεϊσμός
- αθεϊστής
- αθεΐστρια
- αθλητής
- Αιγύπτιος
- Αιθίοπας
- αίλουρος
- αιματίτης
- αιματολόγος
- αιμοδότης
- αιμομίκτης
- αιμομίχτης
- αιμοφιλικός
- αϊτός
- ακαμάτης
- ακρογωνιαίος λίθος
- Αλβανός
- Αλγερινός
- αλέκτορας
- αλέκτωρ
- Αλέξανδρος
- αλιάετος
- αλιεύς
- αλκοολίκι
- αλκοολικός
- αλκοολισμός
- αλλοδαπός
- αλπινισμός
- αλπινιστής
- Αλωνάρης
- αμαξηλάτης
- αμαρτωλός
- άμβικας
- άμβυκας
- αμμόλιθος
- αμμόλοφος
- αμνός
- αμπελοκαλλιεργητής
- αμπελοκόμος
- αμπελουργός
- αμπελώνας
- αμυγδαλεώνας
- αμυγδαλιώνας
- αναβολέας
- αναθεματισμός
- ανανάς
- αναπηρία
- ανάπηρος
- αναπλειστηριασμός
- ανδραποδισμός
- άνδρας
- ανδριάντας
- ανδριαντοποιός
- ανεμιστήρας
- ανεμοδείκτης
- ανεμοδείχτης
- ανεμοδούρα
- ανεμόμυλος
- άνεμος
- ανεμοστρόβιλος
- ανεμούριο
- ανήλικος
- ανθήρας
- ανθοπώλης
- άνθρακας
- ανθρακίτης
- άνθραξ
- ανθρωπισμός
- ανθρωπιστής
- ανθρωποκεντρισμός
- ανθρωπολόγος
- ανθρωπομορφισμός
- άνθρωπος
- ανθρωποφάγος
- ανθυπίατρος
- ανθυπίλαρχος
- ανθυπολοχαγός
- ανθώνας
- Άνταμ
- ανταρτοπόλεμος
- αντιβασιλέας
- αντιβασιλιάς
- αντιήρωας
- αντιστράτηγος
- αντισυνταγματάρχης
- αντισφαιριστής
- αντιφεμινισμός
- αντίχειρας
- άντρας
- αντρούλης
- αξιωματικός
- απατεώνας
- άπατρις
- Απόλλων
- αποστακτήρας
- Απρίλιος
- Άραβας
- Αργεντινέζος
- Αργεντίνος
- Αργεντινός
- άργυρος
- αριθμητής
- αριθμός
- Αρμένης
- Αρμένιος
- άρρητος αριθμός
- άρρωστος
- αρσιβαρίστας
- αρτοποιός
- αρτοπώλης
- άρτος
- αρχειοφύλακας
- ασθενής
- αστέρας
- αστυνομικός
- αστυνόμος
- αστυφύλακας
- ατμός
- Αύγουστος
- αυλητής
- Αυστραλέζος
- Αυστραλός
- Αυστριακός
- Αφγανός
- αφορισμός
- αφρός