μετέχω

維基詞典,自由的多語言詞典

古希臘語[編輯]

其他形式[編輯]

詞源[編輯]

μετα- (meta-) +‎ ἔχω (ékhō)

發音[編輯]

動詞[編輯]

μετέχω (metékhō)

  1. 參加參與分享 (+ 屬格)

變位[編輯]

派生詞彙[編輯]

延伸閱讀[編輯]

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

古典借詞,源自古希臘語 μετέχω (metékhō, 參加,參與)。字面上等同於μετ- (之後) +‎ έχω ()

發音[編輯]

動詞[編輯]

μετέχω (metécho) (未完成時 μετείχα過去 μετείχα被動 —)

  1. 參加參與
    Στην ανθρωπιστική αποστολή μετείχαν πολλοί εθελοντές.
    Stin anthropistikí apostolí meteíchan polloí ethelontés.
    許多志願者參與了人道主義行動。

變位[編輯]

近義詞[編輯]

相關詞彙[編輯]