λύκος
外觀
參見:Λύκος
古希臘語
[編輯]詞源
[編輯]源自原始印歐語 *wĺ̥kʷos (「狼」)。與梵語 वृक (vṛ́ka)、拉丁語 lupus、古英語 wulf(英語 wolf)、俄語 волк (volk)等同源。
發音
[編輯]- (公元前5世紀,阿提卡) 國際音標(幫助): /lý.kos/
- (公元1世紀,通用) 國際音標(幫助): /ˈly.kos/
- (公元4世紀,通用) 國際音標(幫助): /ˈly.kos/
- (公元10世紀,拜占庭) 國際音標(幫助): /ˈly.kos/
- (公元10世紀,君士坦丁堡) 國際音標(幫助): /ˈli.kos/
名詞
[編輯]λῠ́κος (lúkos) m (屬格 λῠ́κου); 二類變格
- 狼
- New Testament, Mat. 7:15:
- Προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων, ἔσωθεν δὲ εἰσὶν λύκοι ἅρπαγες.
- Prosékhete apò tôn pseudoprophētôn, hoítines érkhontai pròs humâs en endúmasin probátōn, ésōthen dè eisìn lúkoi hárpages.
- 你們要提防假先知,他們到你們這裡來,外面披着羊皮,裡面卻是殘暴的狼。
- Προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων, ἔσωθεν δὲ εἰσὶν λύκοι ἅρπαγες.
- 大勒韁
- 一種寒鴉
屈折
[編輯]格 / # | 單數 | 雙數 | 複數 | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
主格 | ὁ λῠ́κος ho lúkos |
τὼ λῠ́κω tṑ lúkō |
οἱ λῠ́κοι hoi lúkoi | ||||||||||
屬格 | τοῦ λῠ́κου toû lúkou |
τοῖν λῠ́κοιν toîn lúkoin |
τῶν λῠ́κων tôn lúkōn | ||||||||||
與格 | τῷ λῠ́κῳ tôi lúkōi |
τοῖν λῠ́κοιν toîn lúkoin |
τοῖς λῠ́κοις toîs lúkois | ||||||||||
賓格 | τὸν λῠ́κον tòn lúkon |
τὼ λῠ́κω tṑ lúkō |
τοὺς λῠ́κους toùs lúkous | ||||||||||
呼格 | λῠ́κε lúke |
λῠ́κω lúkō |
λῠ́κοι lúkoi | ||||||||||
注意: |
|
相關詞彙
[編輯]λυκ- (參見λύσσα (lússa))
- αἰνόλῠκος m (ainólukos)
- ἀμφιλῠ́κη f (amphilúkē, 「曙光」)
- Αὐτόλῠκος m (Autólukos)
- κῠνόλῠκος m (kunólukos)
- λῠκᾰ́βας m (lukábas)
- λῠκάγχη f (lukánkhē)
- λῠ́καινα f (lúkaina, 「雌狼」)
- λῠκαινίς f (lukainís, 「雌狼」)
- λῠκαινόμορφος (lukainómorphos, 「雌狼形的」)
- Λῠ́καιον n (Lúkaion)
- Λῠκαιονίκης m (Lukaioníkēs)
- Λῠκαῖος (Lukaîos)
- λῠκανθρωπῐ́ᾱ f (lukanthrōpíā)
- λῠκάνθρωπος m 或 f (lukánthrōpos, 「人狼」)
- Λῠκᾱονῐ́ᾱ f (Lukāoníā)
- λῠκαυγής (lukaugḗs)
- λῠκάων m (lukáōn, 「人狼」)
- λῠκέη f (lukéē, 「狼皮」)
- λῠκεία f (lukeía, 「狼皮頭盔」)
- Λῠ́κειον n (Lúkeion)
- λῠ́κειος (lúkeios, 「狼的」)
- λῠ́κη f (lúkē, 「曙光」)
- λῠκῆ f (lukê)
- λυκηγενής (lukēgenḗs)
- λῠκηδόν (lukēdón, 「似狼」)
- λῠκηθμός m (lukēthmós, 「狼嚎」)
- Λῠκία f (Lukía)
- Λῠκιάρχης m (Lukiárkhēs)
- λῠκῐδεύς m (lukideús, 「狼崽」)
- λῠ́κιον n (lúkion, 「Rhamnus petiolaris」)
- Λῠ́κιος f (Lúkios)
- λῠκόβρωτος (lukóbrōtos, 「被狼吃掉的」)
- λῠκοδίωκτος (lukodíōktos)
- λῠκοειδής (lukoeidḗs, 「似狼的」)
- λῠκοεργής (lukoergḗs)
- λῠκοθαρσής (lukotharsḗs, 「不害怕狼的」)
- λῠκοκτονέω (lukoktonéō, 「屠狼」)
- λῠκοκτόνος (lukoktónos, 「屠狼的」)
- λῠ́κολυγξ m (lúkolunx)
- Λῠκομήδης m (Lukomḗdēs)
- λῠκόμορφος (lukómorphos, 「狼形的」)
- Λυκόοργος m (Lukóorgos)
- λῠκοπάνθηρος m (lukopánthēros)
- λῠκοπέρσῐον n (lukopérsion)
- Λῠκόπολῐς f (Lukópolis)
- λῠκορραίστης m (lukorrhaístēs)
- λῠκόσκορδον n (lukóskordon)
- λῠκοσκῠτᾰ́λιον n (lukoskutálion, 「白木犀草」)
- Λῠκόσουρα f (Lukósoura)
- λῠκοσπάς m 或 f (lukospás, 「被狼撕裂的」)
- λῠκόστομος m (lukóstomos, 「狼嘴,一種鯷魚」)
- Λῠκούργεια f (Lukoúrgeia, 「埃斯庫羅斯三部曲」)
- Λῠκοῦργος m (Lukoûrgos)
- λῠκόφθαλμος (lukóphthalmos)
- λῠκόφθαλμος f (lukóphthalmos)
- λῠκοφῐλία f (lukophilía)
- λῠκοφῐ́λιος (lukophílios)
- λῠκοφόρος (lukophóros, 「有狼印記的」)
- λῠκόφρυς f (lukóphrus, 「一種植物」)
- λῠκόφρων m 或 f (lukóphrōn)
- λυκόφων m (lukóphōn, 「一種植物」)
- λῠκόφως n (lukóphōs, 「暮色」)
- λῠκόχροος (lukókhroos, 「狼毛顏色的」) λῠκόχρους
- λῠκοψία f (lukopsía, 「暮色」)
- λῠκόω (lukóō, 「像狼一般哭」)
- λῠκώ f (lukṓ)
- λῠκώδης (lukṓdēs, 「似狼的」)
- λῠ́χνος m (lúkhnos, 「燈」)
- μονόλῠκος m (monólukos, 「隱士」)
派生語彙
[編輯]參考資料
[編輯]- 「λύκος」, in Liddell & Scott (1940年) A Greek–English Lexicon,Oxford:Clarendon Press
- 「λύκος」, in Liddell & Scott (1889年) An Intermediate Greek–English Lexicon,New York:Harper & Brothers
- 「λύκος」, in Autenrieth, Georg (1891年) A Homeric Dictionary for Schools and Colleges,New York:Harper and Brothers
- Bailly, Anatole (1935年) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français,Paris:Hachette
- Bauer, Walter et al. (2001年) A Greek–English Lexicon of the New Testament and Other Early Christian Literature,3版,芝加哥:芝加哥大學出版社
- λύκος in Cunliffe, Richard J. (1924年) A Lexicon of the Homeric Dialect: Expanded Edition,Norman:University of Oklahoma Press, 出版於1963
- 「λύκος」, in Slater, William J. (1969年) Lexicon to Pindar,Berlin:Walter de Gruyter
- G3074, Strong, James (1979年) Strong’s Exhaustive Concordance to the Bible
- λύκος in Trapp, Erich, et al. (1994–2007年) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts [拜占庭希臘語大詞庫,尤其收錄9-12世紀用語],Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften
- Woodhouse, S. C. (1910年) English–Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language[1],London:Routledge & Kegan Paul Limited.
希臘語
[編輯]詞源
[編輯]源自古希臘語 λύκος (lúkos),源自原始印歐語 *wĺ̥kʷos (「狼」)。
發音
[編輯]名詞
[編輯]λύκος (lýkos) m (複數 λύκοι,陰性 λύκαινα)
變格
[編輯]派生詞
[編輯]短語
- ο λύκος ουρλιάζει (ourliázei)
- πεινάω σα λύκος (peináo sa lýkos)
- στο στόμα του λύκου (sto stóma tou lýkou)
- τρώω σα λύκος (tróo sa lýkos)
諺語
- έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα (évalan to lýko na fyláei ta próvata)
- ο λύκος έχει τ' όνομα κι η αλεπού τη χάρη (o lýkos échei t' ónoma ki i alepoú ti chári)
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του (o lýkos ki an egérase ki ásprise to mallí tou, míte ti gnómi állaxe, míte tin kefalí tou, 「本性難移」)
- ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται (o lýkos stin anampoumpoúla chaíretai)
相關詞彙
[編輯]λυκ- ;參見λύσσα
λυκ-
- γερόλυκος m (gerólykos)
- θαλασσόλυκος m (thalassólykos)
- λύκαινα f (lýkaina, 「母狼」)
- λυκάκι n (lykáki, 「狼崽」)
- λυκανθρωπία f (lykanthropía) (醫學)
- λυκάνθρωπος m (lykánthropos, 「人狼」)
- λυκαυγές n (lykavgés)
- λυκειάρχης m (lykeiárchis)
- λύκειο n (lýkeio, 「學園」)
- λυκίσκος m (lykískos, 「啤酒花」)
- λυκίσκος m (lykískos, 「豺狼座」)
- λυκόπουλο n (lykópoulo, 「狼崽」)
- λυκόσκυλο n (lykóskylo, 「德國牧羊犬」)
- λυκόστομα n (lykóstoma) (醫學)
- λυκοφιλία f (lykofilía)
- λυκοφωλιά f (lykofoliá, 「狼穴」)
- λυκόφως n (lykófos, 「暮色」)