συναντάω

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

发音[编辑]

动词[编辑]

συναντάω (synantáo) / συναντώ (过去简单式 συνάντησα被动语态 συναντιέμαι/συναντώμαι被动过去 συναντήθηκα)

  1. 见面遇见
    近义词: ανταμώνω (antamóno)
  2. 遭遇面对
  3. 发现出现

变位[编辑]

相关词汇[编辑]