跳转到内容

στρατιώτης

维基词典,自由的多语言词典

古希腊语

[编辑]

词源

[编辑]

源自*στρατιάομαι (*stratiáomai) +‎ -της (-tēs)

发音

[编辑]
 

名词

[编辑]

στρᾰτῐώτης (stratiṓtēsm (属格 στρᾰτῐώτου); 一类变格 (阿提卡爱奥尼亚通用)

  1. 士兵战士
  2. 雇佣兵

屈折

[编辑]

相关词汇

[编辑]

派生语汇

[编辑]

拓展阅读

[编辑]

希腊语

[编辑]

词源

[编辑]

继承自古希腊语 στρατιώτης (stratiṓtēs, 士兵)

名词

[编辑]

στρατιώτης (stratiótism (复数 στρατιώτες,阴性 στρατιωτίνα)

  1. (军事) 士兵
  2. (军事) 列兵
  3. (国际象棋)
    近义词:πιόνι (pióni)

变格

[编辑]

相关词汇

[编辑]

同类词汇

[编辑]

派生词

[编辑]

参见

[编辑]
希腊语中的国际象棋棋子πεσσοί (pessoí)(布局 · 文字)
♚ ♛ ♜ ♝ ♞ ♟
βασιλιάς (vasiliás) βασίλισσα (vasílissa) πύργος (pýrgos) αξιωματικός (axiomatikós), τρελός (trelós) ίππος (íppos) στρατιώτης (stratiótis), πιόνι (pióni)

拓展阅读

[编辑]