βλακεία

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

词源[编辑]

继承古希腊语 βλακεία (blakeía),源自βλάξ (bláx, 傻瓜)

发音[编辑]

名词[编辑]

βλακεία (vlakeíaf (复数 βλακείες)

  1. (精神病学过时) 中度智力障碍/学习困难
  2. (引申) 愚蠢的事物;垃圾
    Ήταν μεγάλη βλακεία αυτό που έκανες.
    Ítan megáli vlakeía aftó pou ékanes.
    你的所作所为非常愚蠢
    Γιατί ξοδεύεις όλα τα λεφτά σου σ’ αυτές τις βλακείες;
    Giatí xodéveis óla ta leftá sou s’ aftés tis vlakeíes?
    你干嘛把钱都浪费在这种没用的事情上呢?

变格[编辑]

近义词[编辑]

(愚蠢)

相关词汇[编辑]

延伸阅读[编辑]