跳转到内容

ανοησία

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

詞源

[编辑]

繼承通用希臘語 ἀνοησία (anoēsía),與ανόητος (anóitos)同源。

發音

[编辑]

名詞

[编辑]

ανοησία (anoïsíaf (复数 ανοησίες)

  1. 愚蠢
    近義詞:ηλιθιότητα (ilithiótita), χαζομάρα (chazomára), βλακεία (vlakeía), κουταμάρα (koutamára), σαχλαμάρα (sachlamára)
    Η ανοησία σου δεν έχει όρια.
    I anoïsía sou den échei ória.
    你真是無止境。
  2. 愚蠢的行為蠢話
    Τι ανοησία ήταν αυτή που είπες!
    Ti anoïsía ítan aftí pou eípes!
    你剛剛說的什麼蠢話?!

變格

[编辑]

相關詞彙

[编辑]