ανοησία
外观
希臘語
[编辑]詞源
[编辑]繼承自通用希臘語 ἀνοησία (anoēsía),與ανόητος (anóitos)同源。
發音
[编辑]名詞
[编辑]ανοησία (anoïsía) f (复数 ανοησίες)
- 愚蠢
- 近義詞:ηλιθιότητα (ilithiótita), χαζομάρα (chazomára), βλακεία (vlakeía), κουταμάρα (koutamára), σαχλαμάρα (sachlamára)
- Η ανοησία σου δεν έχει όρια.
- I anoïsía sou den échei ória.
- 你真是蠢無止境。
- 愚蠢的行為;蠢話
- Τι ανοησία ήταν αυτή που είπες!
- Ti anoïsía ítan aftí pou eípes!
- 你剛剛說的什麼蠢話?!
變格
[编辑]ανοησία的變格