αξιωματικός

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

词源[编辑]

源自古希腊语 ἀξιωματικός (axiōmatikós),源自ἀξίωμα (axíōma, 等级,重要性)

发音[编辑]

形容词[编辑]

αξιωματικός (axiomatikósm (阴性 αξιωματική,中性 αξιωματικό)

  1. 权威的,决定性
  2. (数学) 公理

变格[编辑]

相关词汇[编辑]

名词[编辑]

αξιωματικός (axiomatikósm (复数 αξιωματικοί)

  1. (军事) 军官
  2. (航海) 大副
  3. (国际象棋)
    近义词: τρελός (trelós)

变格[编辑]

相关词汇[编辑]

派生词[编辑]

  • έφεδρος αξιωματικός m (éfedros axiomatikós, 预备役军官)

参见[编辑]

希腊语中的国际象棋棋子πεσσοί (pessoí)(布局 · 文字)
♚ ♛ ♜ ♝ ♞ ♟
βασιλιάς (vasiliás) βασίλισσα (vasílissa) πύργος (pýrgos) αξιωματικός (axiomatikós), τρελός (trelós) ίππος (íppos) στρατιώτης (stratiótis), πιόνι (pióni)

派生语汇[编辑]

  • 阿罗马尼亚语: axiumatico