跳转到内容

όλος

維基詞典,自由的多語言詞典
參見:ὅλος

希臘語

[编辑]

其他寫法

[编辑]

詞源

[编辑]

源自古希臘語 ὅλος (hólos, 完整,整個),源自原始印歐語 *solh₂wós,源自*solh₂- (整個)

發音

[编辑]

形容詞

[编辑]

όλος (ólosm (陰性 όλη,中性 όλο)

  1. 全部的,整個
    όλη η αλήθειαóli i alítheia整個真相
    με όλη μου την καρδιάme óli mou tin kardiá用我的
  2. 所有
    όλα τα παιδιάóla ta paidiá所有孩子

變格

[编辑]

相關詞彙

[编辑]
  • όλος ο κόσμος m (ólos o kósmos, 所有人, 字面意思是整個世界)
  • όλα n (óla, 所有,全部)
  • όλο (ólo, 總是)
  • ολόκληρος (olókliros, 全部,整個)