跳转到内容

φοβάμαι

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

其他寫法

[编辑]

發音

[编辑]

動詞

[编辑]

φοβάμαι (fovámai) / φοβούμαι 異態動詞 (過去簡單式 φοβήθηκα被動完成分詞 φοβισμένος)

  1. (一般用 φοβάμαι 的形式) 害怕恐懼
  2. (一般用 φοβούμαι 的形式) 恐怕
    Φοβάμαι πως δεν θα μπορέσουμε …
    Fovámai pos den tha borésoume …
    恐怕我們無法……

變位

[编辑]

相關詞彙

[编辑]
  • 並參見:φόβος m (fóvos, 恐懼,害怕)