οικειοθελώς
希臘語[編輯]
詞源[編輯]
源自οικείος (oikeíos) + θέλω (thélo) + -ως (-os)。
副詞[編輯]
οικειοθελώς (oikeiothelós)
- 自願地,主動地
- αποχώρησε οικειοθελώς από την ηγεσία του κόμματος
- apochórise oikeiothelós apó tin igesía tou kómmatos
- 主動辭去黨的領導職務
- 近義詞: εθελουσίως (ethelousíos)、εκουσίως (ekousíos)
- 反義詞: άθελα (áthela)
相關詞彙[編輯]
- οικειοθελής (oikeiothelís)