οικειοθελώς

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

词源[编辑]

源自οικείος (oikeíos) +‎ θέλω (thélo) +‎ -ως (-os)

副词[编辑]

οικειοθελώς (oikeiothelós)

  1. 自愿地,主动
    αποχώρησε οικειοθελώς από την ηγεσία του κόμματος
    apochórise oikeiothelós apó tin igesía tou kómmatos
    主动辞去党的领导职务
    近义词: εθελουσίως (ethelousíos)εκουσίως (ekousíos)
    反义词: άθελα (áthela)

相关词汇[编辑]