λευκοσίδηρος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

λευκός (lefkós, 白色的) +‎ σίδηρος (sídiros, )

名詞[編輯]

λευκοσίδηρος (lefkosídirosm (不可數)

  1. 鍍錫鋼板
  2. (不嚴謹)

變格[編輯]

近義詞[編輯]