εμπειρισμός

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

借自法語 empirisme

發音[編輯]

名詞[編輯]

εμπειρισμός (empeirismósm (複數 εμπειρισμοί)

  1. 經驗而非理論知識做事 (有時帶貶義)
  2. (哲學) 經驗主義

變格[編輯]

近義詞[編輯]

相關詞彙[編輯]

並參見:έμπειρος (émpeiros, 有經驗的)

延伸閱讀[編輯]