έμπειρος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

繼承古希臘語 ἔμπειρος (émpeiros)

形容詞[编辑]

έμπειρος (émpeirosm (陰性 έμπειρη,中性 έμπειρο)

  1. 經驗的,熟練

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]