φωτογραφώ

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

其他形式[编辑]

发音[编辑]

动词[编辑]

φωτογραφώ (fotografó) (过去简单式 φωτογράφησα被动语态 φωτογραφούμαι)

  1. (正式) φωτογραφίζω (fotografízo, 拍照,照相)的另一种写法

变位[编辑]