跳转到内容

σιδηροδρομικός

维基词典,自由的多语言词典

希腊语

[编辑]

词源

[编辑]

源自σιδηρόδρομος m (sidiródromos, 铁路,铁道)

形容词

[编辑]

σιδηροδρομικός (sidirodromikósm (阴性 σιδηροδρομική,中性 σιδηροδρομικό)

  1. 铁路
    σιδηροδρομικός σταθμόςsidirodromikós stathmós火车

变格

[编辑]

相关词汇

[编辑]

名词

[编辑]

σιδηροδρομικός (sidirodromikósm (复数 σιδηροδρομικοί)

  1. 铁路工人

变格

[编辑]

相关词汇

[编辑]