αδιάκριτος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

形容詞[编辑]

αδιάκριτος (adiákritosm (陰性 αδιάκριτη, 中性 αδιάκριτο)

  1. 魯莽的,輕率

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]

參見:αδιακρισία f (adiakrisía, 魯莽,不得體)