ανόητος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

繼承古希臘語 ἀνόητος (anóētos),源自ά- (á-) + νοητός (noētós)

發音[编辑]

形容詞[编辑]

ανόητος (anóitosm (陰性 ανόητη,中性 ανόητο)

  1. 愚蠢

變格[编辑]

近義詞[编辑]

相關詞彙[编辑]