ανήλικος
外观
希臘語
[编辑]形容詞
[编辑]ανήλικος (anílikos) m (陰性 ανήλική,中性 ανήλικο)
- 未成年的
變格
[编辑] ανήλικος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | ανήλικος • | ανήλικη • | ανήλικο • | ανήλικοι • | ανήλικες • | ανήλικα • |
屬格 | ανήλικου • | ανήλικης • | ανήλικου • | ανήλικων • | ανήλικων • | ανήλικων • |
賓格 | ανήλικο • | ανήλικη • | ανήλικο • | ανήλικους • | ανήλικες • | ανήλικα • |
呼格 | ανήλικε • | ανήλικη • | ανήλικο • | ανήλικοι • | ανήλικες • | ανήλικα • |
衍生 | 比較級:πιο + 肯定形(如 πιο ανήλικος) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο ανήλικος) |
相關詞彙
[编辑]- ανηλικιότητα f (anilikiótita, “未成年”)
名詞
[编辑]ανήλικος (anílikos) m (复数 ανήλικοι)
變格
[编辑]ανήλικος的變格
近義詞
[编辑]- παιδί n (paidí, “小孩,孩子”)