τραυματίζω
外观
希臘語
[编辑]詞源
[编辑]源自古希臘語 τραυματίζω (traumatízō)。
動詞
[编辑]τραυματίζω (travmatízo) (過去簡單式 τραυμάτισα,被動語態 τραυματίζομαι)
變位
[编辑]τραυματίζω τραυματίζομαι
派生詞
[编辑]- τραυματισμός (travmatismós)
相關詞彙
[编辑]- τραύμα n (trávma, “受傷”)
源自古希臘語 τραυματίζω (traumatízō)。
τραυματίζω (travmatízo) (過去簡單式 τραυμάτισα,被動語態 τραυματίζομαι)