τραυματίζω

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自古希臘語 τραυματίζω (traumatízō)

動詞[编辑]

τραυματίζω (travmatízo) (過去簡單式 τραυμάτισα被動語態 τραυματίζομαι)

  1. 受傷

變位[编辑]

派生詞[编辑]

相關詞彙[编辑]