跳转到内容

τοποθετώ

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

發音

[编辑]

動詞

[编辑]

τοποθετώ (topothetó) (過去簡單式 τοποθέτησα被動語態 τοποθετούμαι被動過去 τοποθετήθηκα被動完成分詞 τοποθετημένος)

  1. 放置

變位

[编辑]

相關詞彙

[编辑]