πλοίο
外观
希臘語
[编辑]其他寫法
[编辑]- (純正希臘語) πλοῖον n (ploîon)
詞源
[编辑]源自古希臘語 πλοῖον (ploîon, “船”),源自古希臘語 πλέω (pléō, “航行”)。
發音
[编辑]名詞
[编辑]πλοίο (ploío) n (复数 πλοία)
變格
[编辑]近義詞
[编辑]- βάρκα f (várka, “小艇,小船”)
- καράβι n (karávi, “船,帆船”)
- ναυς f (nafs, “船;教堂正廳”) 〈废〉
- σκάφος n (skáfos, “船;船身”)
- φέρι μποτ n (féri bot, “渡船”)
相關詞彙
[编辑]- αερόπλοιο n (aeróploio, “飛艇”)
- ατμόπλοιο n (atmóploio, “汽船”)
- εφοπλιστής m (efoplistís, “船主”)
- κρουαζιερόπλοιο n (krouazieróploio, “遊輪”)
- πλέω (pléo, “漂浮”)