κρουαζιερόπλοιο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

κρουαζιέρα (krouaziéra, 乘船遊覽) +‎ πλοίο (ploío, )

名詞[编辑]

κρουαζιερόπλοιο (krouazieróploion (复数 κρουαζιερόπλοια)

  1. 遊輪

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]

拓展閱讀[编辑]