αφορισμός

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

αφορισμός (aforismósm (复数 αφορισμοί)

  1. 格言
  2. (基督教) 絕罰

變格[编辑]

拓展閱讀[编辑]