φυλακισμένος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

形容詞[編輯]

φυλακισμένος (fylakisménosm (陰性 φυλακισμένη,中性 φυλακισμένο)

  1. 監禁

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

名詞[編輯]

φυλακισμένος (fylakisménosm (複數 φυλακισμένοι)

  1. 囚犯
  2. 監禁

變格[編輯]