τυφλοπόντικας
希臘語[編輯]
詞源[編輯]
源自τυφλός (tyflós, 「盲的」) + ποντικός (pontikós, 「鼠」)。
名詞[編輯]
τυφλοπόντικας (tyflopóntikas) m (複數 τυφλοπόντικες)
變格[編輯]
τυφλοπόντικας的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | τυφλοπόντικας • | τυφλοπόντικες • |
屬格 | τυφλοπόντικα • | — |
賓格 | τυφλοπόντικα • | τυφλοπόντικες • |
呼格 | τυφλοπόντικα • | τυφλοπόντικες • |
近義詞[編輯]
- 〈書〉 ασπάλακας m (aspálakas)
相關詞彙[編輯]
- 參見:τύφλα f (týfla, 「盲」)