τριανταφυλλής

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

形容詞[編輯]

τριανταφυλλής (triantafyllísm (陰性 τριανταφυλλιά,中性 τριανταφυλλί)

  1. (顏色) 玫瑰色

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]