跳转到内容

τριαντάφυλλο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

詞源

[编辑]

源自中古希臘語 τριαντάφυλλον (triantáphullon玫瑰,字面意思是三十片葉的),源自τριάντα (triánta) + φύλλον (phúllon)

名詞

[编辑]

τριαντάφυλλο (triantáfyllon (复数 τριαντάφυλλα)

  1. () 玫瑰
  2. 用玫瑰花瓣做的蜜餞

變格

[编辑]
τριαντάφυλλο 的變格
單數 複數
主格 τριαντάφυλλο (triantáfyllo) τριαντάφυλλα (triantáfylla)
屬格 τριαντάφυλλου (triantáfyllou) τριαντάφυλλων (triantáfyllon)
賓格 τριαντάφυλλο (triantáfyllo) τριαντάφυλλα (triantáfylla)
呼格 τριαντάφυλλο (triantáfyllo) τριαντάφυλλα (triantáfylla)

近義詞

[编辑]

相關詞彙

[编辑]

派生語彙

[编辑]