ταξίαρχος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

ταξίαρχος (taxíarchosm f (複數 ταξίαρχοι)

  1. (軍事) 准將
    近義詞: (簡稱) ταξχος (taxchos)

變格[編輯]

同類詞彙[編輯]

拓展閱讀[編輯]